φεστιβάλ

φεστιβάλ
Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς και χαρακτηρίζει μια σειρά εκδηλώσεων, με χαρακτήρα συνήθως περιοδικό, μουσικού, θεατρικού και κινηματογραφικού περιεχομένου. Ο όρος προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη Festivalis, που υιοθετήθηκε στην αγγλική γλώσσα περνώντας από την αρχαία γαλλική (festival = εορταστικό). Αρχικά σήμαινε μια λαϊκή υπαίθρια γιορτή με μουσικές. Τα πρώτα φεστιβάλ με τη σύγχρονη σημασία εντοπίζονται στα τέλη του 19ου αι. και αποτελούν εξέλιξη εκείνων του 18ου αι., που είχαν αποκλειστικά συναυλιακό και χορωδιακό χαρακτήρα. Θέατρο. Τα πιο σημαντικά φ. πρόζας είναι: το αγγλικό Σαιξπηρικό Φεστιβάλ του Στράτφορντ-ον-Έιβον (Stratford-on-Avon Shakespeare Festival), το οποίο δημιουργήθηκε το 1879 και από τότε ανεβάζει κάθε χρόνο σαιξπηρικές παραστάσεις με συμμετοχή και ξένων καλλιτεχνών. Στην Ελλάδα είναι κυρίως γνωστό το Φεστιβάλ Αθηνών, που γίνεται κάθε χρόνο στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή διεθνούς φήμης ξένων καλλιτεχνών. Στον κινηματογραφικό τομέα ο όρος φ. χαρακτηρίζει ειδικές εκδηλώσεις κατά τις οποίες προβάλλονται ταινίες που έχουν εκλεγεί με βάση προκαθορισμένα κριτήρια. Σπουδαιότερο θεωρείται εκείνο της Βενετίας. Στην Ελλάδα, ανάλογη εκδήλωση οργανώνεται κάθε χρόνο από το 1960 στη Θεσσαλονίκη. Η έδρα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας στο οποίο παίρνουν μέρος κινηματογραφιστές απ’ όλο τον κόσμο. Η αφίσα που εκδόθηκε για την παρουσίαση του Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 1999 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
άκλ.
1. σύνολο καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που οργανώνονται περιοδικά, συνήθως την ίδια χρονική περίοδο και στον ίδιο χώρο, και συχνά επικεντρώνονται σε ένα ορισμένο είδος ή σε ορισμένο καλλιτέχνη, έτσι ώστε ο χαρακτήρας τους να προσδιορίζεται από την επιλογή, την ποιότητα και τον αριθμό τών παρουσιαζόμενων ή εκτελούμενων έργων (α. «φεστιβάλ μουσικής» β. «φεστιβάλ χορού» γ. «Φεστιβάλ Αθηνών» δ. «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» ε. «Φεστιβάλ τών Καννών» — στ. «Φεστιβάλ Μπετόβεν»)
2. εκδήλωση που οργανώνεται από πολιτικό ή άλλο φορέα σε ορισμένο τόπο και για ορισμένη χρονική διάρκεια («φεστιβάλ νεολαίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. festival < λατ. festivus «κομψός, χαριτωμένος, ευχάριστος» < festum «γιορτή» (βλ. και λ. φιέστα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεστιβάλ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πανηγυρική συναυλία, όπου αποκλειστικά εκτελούνται έργα του συνθέτη που τιμάται. 2. σειρά πανηγυρικών εκδηλώσεων, συνήθως καλλιτεχνικών, που γίνονται σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη χρονική διάρκεια και που έχουν ενιαίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”